Monday, July 23, 2007

Καλοκαιριάτικη Αυγή...



Η ποιητική άπνοια…καλά κρατεί
Άλλο ένα αγαπημένο μου ποίημα
ακολουθεί παρακάτω


Αγκαλιά πήρα και φίλησα την καλοκαιριάτικην Αυγή.

Τίποτε ακόμη στων αρχοντικών την πρόσοψη δε σάλευε.
Αψυχα τα νερά. Κι όλοι τους οι κατασκηνωμένοι,
τόπους τόπους, ίσκιοι, πλάι απ’ του δάσους τον δρομάκο,
στην ίδια θέση πάντα.

Κίνησα να περπατώ ξυπνώντας ολοζώντανες
θερμές ανάσες κι άνοιξαν μάτι τα πετράδια να κοιτάξουν,
οι φτερούγες υψώθηκαν αθόρυβα μες στον αέρα.

Το πρώτο συναπάντημα ήταν, στο μονοπάτι
το σπαρμένο κιόλας ωχρές δροσάτες λάμψεις,
ένα λουλούδι που μου’πε τ’ όνομα του.
Καταντικρύ του καταρράχτη του κατάξανθου
γέλασα που αναμαλλιάστηκε πάνου στα έλατα.

Πιο ψηλά, στην κορυφή, πέτυχα τη Θεά.
Βάλθηκα τότε να της αφαιρώ τους πέπλους έναν έναν.
Μες στη δεντροστοιχία με χειρονομίες μεγάλες.
Πέρα στους κάμπους όπου την κατάδωσα στον
πρώτον πετεινόν. Καταμεσής της πολιτείας όπου μου
ξεγλιστρούσε ανάμεσα καμπαναριά και τρούλους.

Και δωσ’ του εγώ ξοπίσω της σαν τον ζητιάνο
να τρεχοκοπώ στην πέτρινη την προκυμαία πάνου.

Κει που τελειώνει ο δρόμος, σιμά σ’ έναν δαφνώνα,
την αγκάλιασα επιτέλους μ’ όλους μαζί τους πέπλους
κι ένιωσα μια στιγμούλα επάνω μου το απέραντο
κορμί της.

Υστερα, κυλιστήκανε μαζί, Αυγή και αγόρι,
στα ριζά του δάσους, χάμου.

Όταν ξύπνησα ήταν μεσημέρι…


Η Αυγή – Αρθούρος Ρεμπώ

Μετάφραση Οδυσσέας Ελύτης





1 comment:

Anonymous said...

Γειά σου Ναταλία,

Περίεργο! Έψαχνα κάτι για την "Αυγή" και βρήκα τη σελίδα σου έναν ακριβώς χρόνο μετά από τότε που την έγραψες...
Οι Eloy είναι ένα γερμανικό συγκρότημα που τραγουδούσε όμως σε αγγλικό στίχο. Μια σπάνια εξαίρεση είναι το τραγούδι The Sun Song από το άλμπουμ Live! του 1978. Στην αρχή ειδικά αυτού του τραγουδιού απαγγέλεται η "Αυγή" του Ρεμπώ στα γερμανικά.
Αν θέλεις να το ακούσεις σου έχω "κρεμάσει" το τραγούδι στο

http://fastfreeupload.com/download.php?file=30303%20-%20Eloy%20-%20The%20Sun%20Song%20-%20Live.mp3

Δεν ξέρω αν ξέρεις γερμανικά αλλά σου έχω βάλει πιο κάτω και τους στίχους για να συνοδεύουν το άκουσμά σου.

Σε χαιρετώ,

Τάσος


Morgenröte

Ich habe die Sommermorgenröte umarmt. Noch rührte sich nichts an den Palästen. Das Wasser war tot. Die Schattenfelder verließen die Waldstraßen noch nicht. Ich ging dahin und weckte den regen Atem der lauen Winde auf, und die Edelsteine lugten hervor und die Flügel hoben sich ohne Laut.
Das erste Abenteuer war auf dem Pfad, schon voll von neuem blassen Glanz, eine Blume, die mir ihren Namen verriet. Ich lachte dem blonden Wasserfall zu, der durch die Tannen darniederstäubte: Auf dem silbrigen Gipfel erkannte ich sie, die Göttin. Da hob ich die Schleier auf, einen nach den anderen. In der Allee, mit schwingenden Armen. Dort in der Ebene, wo ich sie dem Hahn verriet. In der großen Stadt, da floh sie zwischen den Türmen und Kuppeln hindurch, und laufend wie ein Bettler auf den Marmorkais jagte ich sie. Hoch oben auf der Straße, nah bei einem Lorbeerhain, habe ich sie umwunden mit ihren zusammengerafften Schleiern, und ich habe ein wenig ihren unendlichen Leib gefühlt. Die Morgenröte und das Kind fielen hin auf den Boden des Waldes.
Als ich erwachte, war es Mittag.