Τώρα τι της ήρθε ξαφνικά στο νου,
εκείνο το καλοκαίρι στην Κέρκυρα.
Αφού είχε διαγραφεί για πάντα από τη μνήμη της.
Είχε δώσει πολύ προσεκτικές εντολές στον ίδιο της τον εαυτό.
Ποτέ ξανά η μνήμη δεν θα πονέσει.
εκείνο το καλοκαίρι στην Κέρκυρα.
Αφού είχε διαγραφεί για πάντα από τη μνήμη της.
Είχε δώσει πολύ προσεκτικές εντολές στον ίδιο της τον εαυτό.
Ποτέ ξανά η μνήμη δεν θα πονέσει.
Ποτέ πια εικόνες δικές του δε θα στοιχειώσουν
όνειρα, δε θα ταράξουν ήρεμες ώρες.
Αλλά νάτος ο εφιάλτης πάλι. Τι αναμνήσεις!
Σαν άκουσε να της μιλάει κάποιος, είχε στραφεί.
« Δε θα μου πεις τ’ όνομα σου?»
Δε μίλησε. Ο άγνωστος συνέχισε. « Βάζω στοίχημα
ότι θα είναι πιο εντυπωσιακό από σένα».
Γύρισε πάλι. Δεν τον είδε.
όνειρα, δε θα ταράξουν ήρεμες ώρες.
Αλλά νάτος ο εφιάλτης πάλι. Τι αναμνήσεις!
Σαν άκουσε να της μιλάει κάποιος, είχε στραφεί.
« Δε θα μου πεις τ’ όνομα σου?»
Δε μίλησε. Ο άγνωστος συνέχισε. « Βάζω στοίχημα
ότι θα είναι πιο εντυπωσιακό από σένα».
Γύρισε πάλι. Δεν τον είδε.
Και ξαφνικά, νάτος να σηκώνεται από το έδαφος,
που μόλις είχε σκοντάψει και πέσει.
Τα γέλια ήρθαν αυθόρμητα, δε μπορούσε να σταματήσει,
είχε δακρύσει.
Αυτός στην αρχή δε μίλησε, μετά όμως γέλασε πολύ δυνατά.
Έτσι γνωρίστηκαν.
Διαφορετικοί χαρακτήρες, μα τόσο στενά δεμένοι.
Ένα καλοκαίρι μαζί, δύο μήνες χέρια πιασμένα σφιχτά,
μάτια που κοίταζαν μόνο ένα πρόσωπο,
φωνές που πλέκονταν τόσο ταιριαστά.
Ένα πρωί αρχές Σεπτέμβρη, αυτός δε φάνηκε.
Ούτε το απόγευμα. Το κινητό του δεν απάντησε.
Τα μηνύματα που του έστειλε, απευθύνθηκαν σε τοίχο.
Γύρισε στην Αθήνα ράκος.
που μόλις είχε σκοντάψει και πέσει.
Τα γέλια ήρθαν αυθόρμητα, δε μπορούσε να σταματήσει,
είχε δακρύσει.
Αυτός στην αρχή δε μίλησε, μετά όμως γέλασε πολύ δυνατά.
Έτσι γνωρίστηκαν.
Διαφορετικοί χαρακτήρες, μα τόσο στενά δεμένοι.
Ένα καλοκαίρι μαζί, δύο μήνες χέρια πιασμένα σφιχτά,
μάτια που κοίταζαν μόνο ένα πρόσωπο,
φωνές που πλέκονταν τόσο ταιριαστά.
Ένα πρωί αρχές Σεπτέμβρη, αυτός δε φάνηκε.
Ούτε το απόγευμα. Το κινητό του δεν απάντησε.
Τα μηνύματα που του έστειλε, απευθύνθηκαν σε τοίχο.
Γύρισε στην Αθήνα ράκος.
Μίσησε τον εαυτό της και αυτόν επίσης.
Για μήνες υπέφερε. Άκουγε τη φωνή του,
άγγιζε τα δάχτυλά του, λάτρευε την απουσία του.
Τώρα πια ήταν σίγουρη ότι τον είχε σβήσει από πάνω της,
ότι είχε καθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν.
Για μήνες υπέφερε. Άκουγε τη φωνή του,
άγγιζε τα δάχτυλά του, λάτρευε την απουσία του.
Τώρα πια ήταν σίγουρη ότι τον είχε σβήσει από πάνω της,
ότι είχε καθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν.
Γιατί λοιπόν δεν την αφήνει ήσυχη?
Γιατί η σκιά του την κυνηγάει ακόμα?
Πότε πια θα ηρεμήσει?
Η σκέψη του ας σπάσει τις αλυσίδες που της συνθλίβουν το μυαλό.
Επιστροφή δεν θα υπάρξει ποτέ.
3 comments:
ti mou 8umise! oraio ,simadiako
τι σου κάνει μιά τούμπα...
lida χαίρομαι που σου θύμισε κάτι ευχάριστο το post μου
καλέ λύκε μια τούμπα μπορεί να κάνει πολλά.....στη σφαίρα του μυθιστορήματος
Post a Comment