Sunday, July 08, 2007

Κλειστά εντός ανθοκομείου... τ' άνθη ξεχνούν... πώς φυσούν αι αύρ' αι δροσεραί όταν περνούν.


Ήμουν τεσσάρων χρονών όταν σε πρωτοείδα
στα Λειβάδια. Κι εσύ μικρός ήσουν. Κι έτρεμες,
μ’ ένα κορμάκι αδύνατο, αλλά λυγερό, όπως
τρέμω τώρα. Εγώ από παιδί ήμουν ατίθαση.
Ξέφυγα από τη μάνα μου κι όρμησα να σ’ αγγίξω.
Και φυσούσε τόσο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό.
Ο άνεμος βούιζε πάνω απ’ τα κεφάλια μας και μας
έσπρωχνε πιο κοντά.

Ξανασυναντηθήκαμε μετά από χρόνια, σε μια εκδρομή,
που έκανα στον Ταύγετο. Εκεί στις ανοιχτές αγκαλιές
του βουνού, πάνω στην κορυφογραμμή, μου έκανες
νόημα να σε πλησιάσω. Δεν θυμόμουν τ’ όνομα
σου, σε γνώρισα απ’ την κορμοστασιά και τα σκληρά
χαρακτηριστικά σου. Είχες μεγαλώσει τώρα, ήσουν
πιο ψηλός από μένα και γύρω η παρέα σου μας κοίταξε
καλόκαρδα καθώς έβλεπαν τους δυο φίλους να
συναντιούνται πάλι.

Και μετά χαθήκαμε. Εγώ έφυγα για καιρό στο εξωτερικό.
Σ’ ένα ταξίδι μου στον Καναδά νόμισα κάποια φορά πως
σε είδα εκεί στα χιονισμένα τοπία. Πώς λάθεψα έτσι!
Αλλά και πόσο δυνατή κράτησα την ανάμνηση σου
στα μετέπειτα χρόνια. Σε σκεφτόμουν συχνά. Και πώς
τα έφερε η τύχη κι ανέβηκα στο Λειρί.. Αναπάντεχα σε είδα
μπροστά μου. Και σου μίλησα. Και συ όπως παλιά,
έγειρες μπροστά να με καλωσορίσεις. Κάθησα δίπλα σου.
Κι ανταλλάξαμε τα μικρά μας μυστικά. Βιαστικά,
να προλάβουμε να τα πούμε όλα.

Όταν έφυγα, είχα μέσα μου ένα άσχημο προαίσθημα.
Μα το έδιωξα. Κάθε τόσο, γύριζα να σε δω, μέχρι
που χάθηκες.
Δεν θα σε ξαναδώ… δεν θα σε ξαναδώ…

Σήμερα το πρωί ανέβηκα στο Φλαμπούρι.
Άδεια η ψυχή μου και σε ζητούσα.
Τίποτα…Μόνο θάνατος…θάνατος παντού.

Πού είσαι καλέ μου φίλε?
Περήφανε έλατε της κεφαλονιάς?

Σε ψάχνω…

…Άκουσα το θόρυβο του θανάτου
Δίπλα μου…

Τον είδα σε μαύρα απομεινάρια…

Απώλεια

Ας ούρλιαζε κάποιος
πως πεθαίνει!

Θα ήταν, τουλάχιστον,
ένα στιγμιότυπο ζωής…



1 comment:

Ιωαννα said...

απιστευτα γλυκο και τρυφερο .

Το πρασινο της καρδιας μου σου στελνω


Ιωαννα


γιατι μια αγκαλια καρδιας τα λεει ολα